- καμπύλοχος
- καμπύλοχος [pron. full] [ῠ], ον,A with curved carriage, κερκίδες, i.e. ploughs, Orph.Fr.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμπύλοχος — καμπύλοχος, ον (Α) (για άροτρο) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + οχος (< ὀχοῦμαι), πρβλ. νή οχος] … Dictionary of Greek
καμπυλόχοις — καμπύλοχος with curved carriage masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλόχοισι — καμπύλοχος with curved carriage masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek